Новогреческий словарь
αποτελούμαι
αποτελούμαι
состоять, включать
;
===
~ εξαίρεση — быть исключением
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
состоять
? —
αποτελούμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
включать
? —
αποτελούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποτελούμαι
? — состоять, включать
#
(ново)греческий словарь
—
ζαμπούνιασμα
—
θεομήτωρ
—
δανεισμός
—
αμφικλινής
—
δασκαλικός
—
μεγαλόκαρδος
—
απατίτης
—
πρωτομαγειρεύω
—
ευθυωρία
—
πίττα
—
εξελίσσω
—
μωαμεθανός
—
αρχιερατικός
—
μετανάστης
—
σκούπα
—
κατάπτοστος
—
βερνικωμένο
—
δυσπόρθητος
—
αντιδημοτικότητα
—
ξυλόκολλα
—
δικαιωματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве