Новогреческий словарь
πεταχτά
πεταχτά
на лету
;
===
στά ~ — а) на лету (сбить птицу); б) наскоро, наспех, на скорую руку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
на лету
? —
πεταχτά
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεταχτά
? — на лету
#
(ново)греческий словарь
—
πήχη
—
οἰκίσκος
—
συνιδιοκτησία
—
εκατονταπλάσιος
—
νεκροσέντονο
—
ακατεδάφιστος
—
δίεση
—
εγωτισμός
—
εσώθην
—
ανεκδοτολόγος
—
περιστερήσιος
—
διδακτισμός
—
απρόσκλητος
—
γαλούχησία
—
ακαταβύθιστος
—
καμηλαύκιο
—
περιήλιο
—
απάλωνο
—
εξάνθηση
—
αριστοτεχνία
—
αμμόπετρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве