Новогреческий словарь
λογομαχώ
λογομαχώ
спорить
;
~ γιά τιποτένια πράγματα — спорить из-за пустяков
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спорить
? —
λογομαχώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
λογομαχώ
? — спорить
#
(ново)греческий словарь
—
αγροβιολογία
—
εικοσάδραχμο
—
αργοπάτητα
—
γγίζω
—
υμάς
—
εσένα
—
σκεπτικο
—
αντιπαθώ
—
ξεσήκωμα
—
απιθώνομαι
—
κιβωτιόσχημος
—
πρέσβειρα
—
ξερόγελα
—
σταυρίδι
—
ακορφος
—
ιδεάζω
—
ξεροτηγάνισμα
—
ανθρωπάριον
—
χορευταρού
—
διαυλακίζω
—
ακροαματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве