|
обрушиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрушиваться? — σωροκουβαριάζομαι как с (ново)греческого переводится слово σωροκουβαριάζομαι? — обрушиваться — απολυταρχικός — αυτόνομα — βανάκι — δεκαπλασιάζω — συγύριο — λάκκα — βοσκή — κραξιά — κυδώνι — διακονιάρης — σκίαστρον — ζημιωτής — λαγαρίζω — ανασαλεύω — υπουργίνα — γαντζομύτης — ταξιάρχης — φραίνωμαι — εκτίνω — γαμηλιωτες — νίπτω |
|||