|
обрызгивать, брызгать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрызгивать? — πιτσιλίζω как на (ново)греческом будет слово брызгать? — πιτσιλίζω как с (ново)греческого переводится слово πιτσιλίζω? — обрызгивать, брызгать — αρμονικά — εννεάκρουνος — ασβεστωτής — ελάφι — ειρεσία — πιστευτός — βουλκανισμός — εμφυσηματικός — κοτσύφι — βιβλιοδέτης — καταδεικτικός — αμείλικτος — υπεραισθητός — ξοφλημένος — θεματοφύλακας — μαντατουρεύω — θεογνωσία — επέλευσις — τρύπημα — εντειχίζω — καλενδούλη |
|||