|
(αόρ. διεπλάτυνα) расширять (улицу, площадь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — διαπλατύνω как с (ново)греческого переводится слово διαπλατύνω? — расширять — επιγραφοποιός — πρωθιερέας — τσοπάνισσα — ζαφείρι — κρίκος — ακρέμαστος — σεαυτού — δυναμική — φιλειρηνιστής — ταπεινώνομαι — σεισμόπληκτος — ισοζυγής — αποστέκομαι — γαλατιέρα — αυλακίζω — αστραμμα — προπληρώνω — αγανάχτηση — παράφαγα — ανάλογα — φραγκεύω |
|||