|
(αόρ. διεπλάτυνα) расширять (улицу, площадь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — διαπλατύνω как с (ново)греческого переводится слово διαπλατύνω? — расширять — μαλωμένος — γούνα — επαρκής — λούφα — βουερός — κωπηλάτισσα — ταχυπλοία — νεφέλιο — αλλαντίοσις — αιχμαλωσία — ψευτοθόδωρος — βουρλισιά — υπόφραγμα — πολυκλινική — ανεκτύπωτος — γενετήσιος — δυσκατάληπτος — ναρκισσισμός — διακλαδώνομαι — ζωοτομικός — αγλήγορα |
|||