Новогреческий словарь
σουρουπώνει
σουρουπώνει
смеркается
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смеркается
? —
σουρουπώνει
как с
(ново)греческого
переводится слово
σουρουπώνει
? — смеркается
#
(ново)греческий словарь
—
αποσάθρωση
—
κατεργάρικος
—
μηχανοκάϊκο
—
τσίρλισμα
—
ξελαρύγγιασμα
—
επισπώμαι
—
συνείδηση
—
λαδύς
—
ταχυπαλμία
—
μπουζουξίδικο
—
κλεψίτυπο
—
πικροπηγή
—
ποιμένας
—
αμαξάρα
—
αδιάστατος
—
προφυλάγω
—
μουρντάρεμα
—
σανιδοειδής
—
αρχιδικαστής
—
ξυλοπάπουτσο
—
διαπνέομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве