|
το комната; ~ ύπνου — спальня; ~ λουτρού — ванная (комната) ; ~ εργασίας — кабинет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово комната? — δωμάτιο как с (ново)греческого переводится слово δωμάτιο? — комната — αναδημιουργικός — ησκιερός — χασάπικο — ευτυχώς — αναρχοσοσιαλιστής — γκαλντερίμι — γιορταστικός — ανάκτορο — ξέμετρο — καμπούριασμα — εκμηδένιση — προφυλακισμός — συλλαβόγριφος — διευθυντήριο — ταράττομαι — ευαπάτητος — αλλού — απώτατος — πώμα — ακαβάλλιστος — παραπίνω |
|||