|
обрушивающийся; ~ή βολή — воен. навесный огонь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрушивающийся? — επισκηπτικός как с (ново)греческого переводится слово επισκηπτικός? — обрушивающийся — απαγωγός — φλαμούρι — προμηθεύομαι — σύψυχος — γηράσκω — κέρας — μουνούχισμα — ενδυμασία — καρποφάγος — ρύμη — άπαρσις — νοτίως — δυναμομέτρηση — δίπλακος — μετατροπέας — εξάκτινος — κράτηση — ζημιώνω — αλατόλοκκος — ακαδημαϊκότης — αρχαιολάτρης |
|||