Новогреческий словарь
ρυθμιστικός
ρυθμιστικός
регулирующий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
регулирующий
? —
ρυθμιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρυθμιστικός
? — регулирующий
#
(ново)греческий словарь
—
προπερισπωμένη
—
γλωσσοβόλημα
—
υπέρκορος
—
ασώπαστος
—
μάστορης
—
καπέλλο
—
νωπός
—
προθεματικός
—
ψευτοδουλειά
—
επεκτείνω
—
φωτοάλμπουμ
—
αποκοσκινάω
—
φεγγοβόλημα
—
πολύγαμος
—
ξέφωτο
—
ψηφιδοθέτηση
—
αντεπιταγή
—
κάλιο
—
στίλβωμα
—
ξεγοφιάρης
—
σκατούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве