|
ослепляющий, ослепительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепляющий? — εκτυφλωτικός как на (ново)греческом будет слово ослепительный? — εκτυφλωτικός как с (ново)греческого переводится слово εκτυφλωτικός? — ослепляющий, ослепительный — ακούμπωτος — φουκαριάρης — ισχυρογνωμοσύνη — οδεύω — πυρογενής — βρίζω — υπερθερμαίνομαι — ανάγλυφος — κρυμοπαγία — φαγί — επέβην — εμπειρισμός — αρχισυμμορίτης — συγκεντρωτικός — κώλος — αγανοϋφαίνω — μίασμα — αζάς — υπνολαλίο — κυμβαλισμός — αμίαντος |
|||