|
(αόρ. απελέπτυνα, παθ. αόρ. απελεπτύνθην) утончать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утончать? — απολεπτύνω как с (ново)греческого переводится слово απολεπτύνω? — утончать — χαρτομαντεία — γκριζούλης — ακατάσχετο — λαχτάρισμα — αχθοφορία — καχεξία — γλυκοκουβεντιάζω — ηλεκτροεγκεφαλογράφημα — σταρ — συνυποσχετικό — αλαργεμένα — αξονικός — σκάτωμα — αυτογέννητος — ανεξασθένητος — ανεξάλειπτο — γιγαντομάχος — αναγλύφω — λευκαστής — ανεχίτωμα — πύρεξις |
|||