Новогреческий словарь
ενδυναμώτρια
ενδυναμώτρια
η 1)
тот(__,__) кто усиливает
, укрепляет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто усиливает
? —
ενδυναμώτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδυναμώτρια
? — тот, кто усиливает
#
(ново)греческий словарь
—
σύρμα
—
λαχταριστά
—
αντέχομαι
—
παρερμήνευμα
—
σταρ
—
κουτσοπίνω
—
διεβρώθην
—
απροξένεφτος
—
διαμαρτύρομαι
—
λιγουρεύω
—
χαρτομάζα
—
διημερεύων
—
ασόϊαστος
—
κεραυνοβόλία
—
ρίπτω
—
άμεσα
—
γειτονία
—
καραβοτσάκισμα
—
κόπτω
—
βουλησιαρχία
—
πειθαρχικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве