|
η косолапость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косолапость? — ραιβοποδία как с (ново)греческого переводится слово ραιβοποδία? — косолапость — εσωρράχιον — διακυμαντικός — ανερμάτιστα — νανουριστικά — ματαιοδοξία — αλέκτωρ — δίφανος — αμισθί — ετεροβαρής — βόγγητό — διεπιστημονικός — εγχρίω — χαζομπαμπάς — γκάγκραινα — ληστοφυγόδικος — υπεριώδης — μυριοστός — γόμος — αργυρώνω — καινοθηρία — λευκόχαλκος |
|||