|
τα глубина, глубь; отдалённое место; τά ~ τής Αφρικής — глубь Африки; στά ~ τού δάσους — в глубине леса; στά ~ τής ψυχής μου — в тайниках души, в глубине души #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глубина? — ενδότερα как на (ново)греческом будет слово глубь? — ενδότερα как на (ново)греческом будет слово отдалённое место? — ενδότερα как с (ново)греческого переводится слово ενδότερα? — глубина, глубь, отдалённое место — αίτηση — φιλοτεκνία — λωποδυτώ — εγκάρδιος — κρουσταλλόπαγος — χειμωνιάτικος — λαφρός — υπομειδιώ — ανακρυστάλλωση — σακάτευμα — ραδιοτηλεγράφημα — χαιρετώ — ανορμοστία — εξάγομαι — αδευτέρωτος — αναπίνω — στράγγιση — αμυγδαλομάτα — περιτείχιση — χάλαση — αλμπατρος |
|||