|
ο чертёнок (тж. о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чертёнок? — διαβολάκος как с (ново)греческого переводится слово διαβολάκος? — чертёнок — εταιρικός — επίπλους — εφορία — χειρίδα — διαδότης — αιρεσιάρχης — χρηματιστηριακός — τιτλοφόρο — εκπωμαστήρας — θρονιάζομαι — πετρελαιομηχανή — τηρητής — ετερόγαμος — σκώπτω — φανατισμός — παραμόνεμα — μούμια — κουτομόγιας — γλωσσαρού — νυχτοβίγλα — κτύπος |
|||