Новогреческий словарь
ασφαλτώδης
ασφαλτώδης
асфальтовый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
асфальтовый
? —
ασφαλτώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφαλτώδης
? — асфальтовый
#
(ново)греческий словарь
—
δεκάχρονος
—
αζωγράφητος
—
παραείμαι
—
αίθριος
—
πισωγύρισμα
—
συρμοτοποιός
—
πατραλοίας
—
γαστροκνημία
—
νυχτοκόπημα
—
μηλόπιτα
—
κατεργάσιμος
—
ψυχομαχάω
—
διαθρυλώ
—
επιτελίς
—
άβρεχτος
—
συμπυροβόλησις
—
προαποφαίνομαι
—
ανιαρότητα
—
ανασκιρτώ
—
ιοειδής
—
αποχαντακώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве