Новогреческий словарь
κολχόζικος
κολχόζικ|ος
колхозный
;
~η ιδιοκτησία — колхозная собственность
;
~η αγροτιά — колхозное крестьянство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колхозный
? —
κολχόζικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κολχόζικος
? — колхозный
#
(ново)греческий словарь
—
απρόοπτα
—
μουδιασμένα
—
διυγραίνω
—
ασυνομολόγητος
—
επιδικάζω
—
τραγουδίστρια
—
ψευδαισθησία
—
καμπινές
—
εναπόθεμα
—
ανυπομονία
—
χλεμπόνα
—
καμαριέρης
—
μπενετάδα
—
κακοτεχνία
—
άψυχος
—
αναρρίχηση
—
παρασύρω
—
δυσκαμψία
—
αναβιβαστήρας
—
βροχάρα
—
υπονομευτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве