|
бесстыдный, бессовестный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесстыдный? — ανέντροπος как на (ново)греческом будет слово бессовестный? — ανέντροπος как с (ново)греческого переводится слово ανέντροπος? — бесстыдный, бессовестный — που — ρευστοποιούμαι — εξαγνιστικός — γκελ — υδροστάσιον — γνωμικό — παραπέταγμα — ξενοκοιμάμαι — εκλεπτοσμένος — κρεσόν — παρομοίωση — καρκινικός — παρεστώς — αντιπροσώπευση — οστεοδυνία — μυρουδιά — κρεμάω — ντρίτος — αγέλη — προγραμματιστή — ζοχαδιακός |
|||