|
η смешивание; примешивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивание? — σόγκραση как на (ново)греческом будет слово примешивание? — σόγκραση как с (ново)греческого переводится слово σόγκραση? — смешивание, примешивание — χωροδεσποτεία — αυτονομικός — αχώνευτος — φανάρι — ευρωστία — τραχηλοτομία — αρνησιθεία — φιλοκττιμοσύνη — χεροπόδαρα — φαλλιρίζω — τριακονταετηρίδα — ραφτός — ύπαιθρος — εξανθίζω — κρανιολογία — υπεραίρομαι — ψευδοπαράθυρον — τοιχοδομή — θάλλω — εξίσχιος — αληθινά |
|||