Новогреческий словарь
αβγατίζω
αβγατίζω
(αόρ. αβγάτισα) 1) см. αβγαταίνω ;
2)
приумножать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приумножать
? —
αβγατίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβγατίζω
? — приумножать
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαεπταετής
—
εξωστρεφής
—
πελαγωμένος
—
καλαμπόρτζος
—
ενθάπτω
—
σκαλέτα
—
εισέτι
—
ακατάσχετο
—
νέος
—
απαραχάρακτος
—
ζορμπαλίδικα
—
ροσόλι
—
δηλητήριος
—
ατμοκίνητος
—
καλοχρόνισμα
—
επίτακτος
—
χαμηλοβλεπούσα
—
γαλακτοκομία
—
ακούρσευτος
—
ξαγοράζω
—
φαγκοττο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве