Новогреческий словарь
εκλαϊκευτής
εκλαϊκευτ|ής
ο
популяризатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
популяризатор
? —
εκλαϊκευτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλαϊκευτής
? — популяризатор
#
(ново)греческий словарь
—
πολυσπερμία
—
ασπροφρυδού
—
σουσαμωτός
—
σφαλιαρώνω
—
λίτρα
—
άπασπρου
—
κρόταλο
—
αναληθής
—
κτηνοβάτης
—
συναθλητής
—
τρυγίζω
—
βελονισμός
—
σαφρακιασμένος
—
ερημοδικία
—
βραδιάζοντας
—
αστοργία
—
ατακτώ
—
συνταγογραφώ
—
ανερμάτιστα
—
οστό
—
πεφυσιωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве