|
необоснованно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необоснованно? — ανυπόστατα как с (ново)греческого переводится слово ανυπόστατα? — необоснованно — γκριζοπράσινος — συνέκδημος — ασηπτος — πατρυιός — αερασκός — διπλωμένος — φούγκα — εκλεχτός — μίτζα — αφύλαγος — προσδόκιμα — κακομούτσουνος — κρασόξιδο — Ιούλιος — γαιανθρακοφύραμα — τενόντιος — βουρβουλακιάζω — σπινθηροψία — κεντρώνω — μαστίγωση — μασάω |
|||