|
το вино; ένα ~ — стакан вина; === βάζω νερό στό ~ μου — умерять свой пыл, идти на уступки (в споре) ; μιλάει τό ~ — [phrase]он болтает, потому что пьян, в нём говорит вино[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вино? — κρασί как с (ново)греческого переводится слово κρασί? — вино — σφυγμομανόμετρο — ατιμωρησία — λιγνιτωρυχείο — φαρσώνω — απονέθω — γιασεμάκι — κωλύω — κουτσομύτης — ζώνη — κασετίνα — ενδιαφερόντως — αλυσιδίτσα — πεύκος — διάνοιγμα — πρόχειρα — ανταπάντηση — κουνιάδια — παχύφυλλος — ωρίμανση — ψιλικό — μονόχνοτος |
|||