|
η 1) бешеная; 2) эротоманка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бешеная? — λυσσιάρα как на (ново)греческом будет слово эротоманка? — λυσσιάρα как с (ново)греческого переводится слово λυσσιάρα? — бешеная, эротоманка — μάγειρας — καραβοκύρισσα — κωλιά — επιμιγνύομαι — αφλέβιαστος — επιχορήγηση — αετήσιος — μαγούλα — ναύλωση — παστρικοχέρης — μυγιάζομαι — πεντάωρος — βραβεύομαι — σχίστης — γρανιτένιος — αληθοποιώ — φαγοκυττάρωση — υποχείριος — συννεφιαστός — αξιοσύστατος — ακαταποσία |
|||