|
старушечий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старушечий? — γριίστικος как с (ново)греческого переводится слово γριίστικος? — старушечий — ούφ — αλτήρας — υπερκαλύπτω — σουρίζω — υδραιμία — σπρωξίδι — δευτερολεπτοδείκτης — ορμητήριο — σάρος — ευοίωνος — φίλιππος — ταρσικός — ηλεκτραρνητικότητα — οπισθοδρομικότητα — ενημέρωση — κουζινάκι — μικρέμπορος — ξεμώραμα — αρωματοποιία — ανώμαλος — βουδδιστής |
|||