Новогреческий словарь
τυμπανιαίος
τυμπανιαί|ος
вздутый, раздутый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вздутый
? —
τυμπανιαίος
как на
(ново)греческом
будет слово
раздутый
? —
τυμπανιαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τυμπανιαίος
? — вздутый, раздутый
#
(ново)греческий словарь
—
αλγερίνη
—
εγγονάκι
—
ειδωλολάτρις
—
θέλγω
—
ανημμένος
—
μισοαδειανός
—
αποκρίνω
—
βιογράφος
—
καδρίλλια
—
σκουπιδιάρισσα
—
υδρόφιλος
—
γαλατόχορτο
—
νερούλιασμα
—
αφετεροίωση
—
συνοδευτικός
—
ασυμμόρφωτος
—
μετατρεπτικός
—
αψινβέλαιον
—
μαγαρίζω
—
άμεμπτος
—
εξαερισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве