Новогреческий словарь
καλοκαιριάτικος
καλοκαιριάτικ|ος
летний
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
летний
? —
καλοκαιριάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλοκαιριάτικος
? — летний
#
(ново)греческий словарь
—
καπνιστής
—
εντορμία
—
εκτριμμα
—
υποδετήριον
—
αταίριαστος
—
ταυτοφωνία
—
ογδοντάρης
—
απευθυσμένο
—
αυγινός
—
υποτεταγμένος
—
μόρτισσα
—
στριγγλιά
—
εναπόκειται
—
ξυστρί
—
προπαιδειό
—
καταλαβαίνω
—
οφθαλμολογικός
—
φυσιολάτρισσα
—
μπακανιάρης
—
δακτυλοειδής
—
ρεγκλάν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве