|
η облысение; плешивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облысение? — φαλακρότητα как на (ново)греческом будет слово плешивость? — φαλακρότητα как с (ново)греческого переводится слово φαλακρότητα? — облысение, плешивость — ωοκύτταρο — επιπόλαια — ψηκτροποιείο — ωφελιμαρχία — στέρφος — απόδημος — δαγκώνω — χωρατατζής — δονητής — πάσσα — πρινάρι — ελευθέρωση — σκανδαλοθηρικός — σκιάσμός — οστεϊχθύες — κομπλιμεντόζος — άνοστα — ξορκισμός — εξωφρενικότητα — αστιγματικός — τρομπλονιστής |
|||