Новогреческий словарь
μάρμαρο
μάρμαρο
το
мрамор
;
===
στήθος ~ — атлетическая грудь
;
έμεινε ~ — [phrase]он окаменел[/phrase]
;
τά χέρια σου είναι ~ — [phrase]твои руки холодны как лёд[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мрамор
? —
μάρμαρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μάρμαρο
? — мрамор
#
(ново)греческий словарь
—
φραγκοράφτης
—
υπερτιμώμαι
—
βόσκηση
—
κυτταρίτιδα
—
απαρταμέντο
—
ανελαστικότητα
—
βραδυκίνητος
—
ρείθρο
—
αυτοκολασμός
—
οδογέφυρα
—
νοτιοδυτικός
—
φωτόλουτρο
—
μπουρλότο
—
δευτερόλεπτο
—
μηδενισμός
—
ιπποτρόφος
—
πεντακόσιοι
—
εκσπερματισμός
—
κεδρίς
—
υλακή
—
τυροκομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве