|
сальный, стеариновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сальный? — στεάτινος как на (ново)греческом будет слово стеариновый? — στεάτινος как с (ново)греческого переводится слово στεάτινος? — сальный, стеариновый — κατακλυσμός — σπάγκος — συνεβγαλτής — δημαρχίνα — απερίγραπτος — μάντιλο — παραταξιακός — ελεφαντίνη — αδεκάτευτος — ανακηρύττω — οπισθάγκωνα — αρσενικώδης — μετρημός — επιτηδειότητα — ψαρόλαδο — συναίνεση — αηδονολαλήτρα — φτεροδέρνομαι — βομβαρδιστικός — ημεδαπός — στάχι |
|||