|
(μου, σου κ. λ. π.) принадлежащий только мне (тебе и т. д.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово принадлежащий только мне? — καταδικός как с (ново)греческого переводится слово καταδικός? — принадлежащий только мне — χιλιόστρεμμον — σπιτώνω — σιταράς — υδρόσφαιρα — ανθώδης — Άραψ — ανάσυρτα — ιερομάρτυρας — πεδικλώνω — έπηξα — οβριακή — επιστομώ — φλαουτίστας — άλευρο — βοώ — κολλημένος — αντιμεθυστικός — ταχυδρομείο — ακολπος — ασυμπλήρωτος — βαθουλός |
|||