Новогреческий словарь
αλισσιβιάζω
αλισσιβιάζω
стирать золой
(белье)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стирать золой
? —
αλισσιβιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλισσιβιάζω
? — стирать золой
#
(ново)греческий словарь
—
θαμπόγυαλο
—
αιμωδιώ
—
μακροβούτι
—
αξίππαστος
—
φούσκωμα
—
Λόντρα
—
καμινετάκι
—
λαχανοσαλάτα
—
βλεφαρίζω
—
μποουλάς
—
ψεύδισμός
—
διοπτήριο
—
ημέρωση
—
αντιφατικός
—
αναγνωστικός
—
ημέρευμα
—
συνδιαλλακτικός
—
ετοιμότητα
—
βομβακοκλωστήριο
—
αιθέρινος
—
χτυπητός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве