Новогреческий словарь
βέβαιον
βέβαιον
το 1)
несомненный факт
;
τό βέβαιο είναι ότι... — несомненно(__,__) что...
;
παραδέχομαι ως βέβαιο — считать само собой разумеющимся
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
несомненный факт
? —
βέβαιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
βέβαιον
? — несомненный факт
#
(ново)греческий словарь
—
αεροχείμαρρος
—
λεμφοπάθεια
—
ρακόμελο
—
ελλειπής
—
αναδιπλώ
—
ηλιόφοβος
—
ομότυπος
—
γυφτάκος
—
ευπατρίδης
—
τσαπατσούλικα
—
νουθεσία
—
ασφαλίστρια
—
στήριγμα
—
διπλογραφία
—
σκάφανδρο
—
αποθηριώνω
—
ενύπαρξις
—
γατί
—
παραφωνάζω
—
πολέμιος
—
παιωνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве