|
уголовный; ~ κώδικας (или κώδιξ) или ~ νόμος — уголовный кодекс; ~ό δίκαιο — уголовное право; ~ή δικονομία — уголовное процессуальное право; ~ κατάδικος или κατάδικος τού κοινού ~ού δικαίου — уголовник, уголовный преступник; ~ή δίωξη — привлечение к уголовной ответственности; === ~ή ρήτρα — клаузула (договора) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уголовный? — ποινικός как с (ново)греческого переводится слово ποινικός? — уголовный — υδατοκομία — ρετάλια — ελληνορωσσικός — απολείπω — αγουροξυπνημός — οσμίζομαι — εξασθενίζω — λογαριθμος — αλλαντίοσις — μερεμέτιασμα — φέξο — υπερπέραν — δείνα — αγωνιστικότητα — πολυγάλατη — λαφυραγωγημένος — σκληραργίλιο — σύφιλη — λυγαρήσιος — ατζαμής — πενηντάρικο |
|||