|
το бухг. дебет; ~ καί λαβείν — дебет и кредит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дебет? — δούναι как с (ново)греческого переводится слово δούναι? — дебет — μεγαλόνησος — φαφούτικα — απομόνωση — ξομολογητής — μουνί — ανυπομονώ — ορθολογισμός — νοικοκυρεύω — τεμπελιά — κατεπανίκιον — αναιδώς — σφραγιδόλιθος — Ιρλανδή — σόδιασμα — παρατατικός — ομογλωσσία — ροδίτης — αποκαίομαι — ανεύφλεκτος — εκτέμνω — μεμβρανώδης |
|||