|
(-εως) η эвфемизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эвфемизм? — αντίφρασις как с (ново)греческого переводится слово αντίφρασις? — эвфемизм — αργυροκόσμητος — υδροφόρος — πεδίο — μίμηση — βράδυνση — τσιτσί — άνθρακας — ψυχικάρα — θάμα — ασυκοφάντητος — αρσενικώδης — θεοσεβής — πασιφανής — αχείμαντος — εθνοκτονία — μπακίρα — οινομανής — καθοσίωση — ακελάϊδητος — καρκάντζαλος — μαντεύομαι |
|||