|
το опора, подпорка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опора? — βασταριό как на (ново)греческом будет слово подпорка? — βασταριό как с (ново)греческого переводится слово βασταριό? — опора, подпорка — καταμερισμός — μεγαλύνω — απόειδα — εξασθένωσις — τάγγισμα — γελαδοβοσκός — προπαραλήγουσα — εξίσταμαι — μήνας — προεξάρχων — ακριβαναθρεμμένος — μεταλλάσσω — καλλιεπής — απορροφούμαι — πεζοναυτικό — σκονίζω — γλυκόαιμος — εκδικητής — φέγγω — ακουλλούριαστος — κουκουλλάρικος |
|||