|
το хим. бор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бор? — βόριο как с (ново)греческого переводится слово βόριο? — бор — αστρέχα — ασαγήνευτος — ακροβατική — αντρέ — περαίωση — συναρμολόγηση — ανομοθέτητος — ασκητός — ηωσινοφιλία — ιστοκαλλιέργεια — ιερατεία — έκκληση — φιλήδονα — γηροκόμος — ούρημα — αμφιδέξια — ιδιοτυπία — τρεχαλητό — κινηματογραφία — λαχταριστά — σοκάρω |
|||