|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποθησαυρισμένος? — — άφατος — μικροπολιτική — πολυπραγμοσύνη — βαριοκαρδίζω — βάθια — θρηνωδώ — υδροθήκη — ανοικοδομητικός — βαϊόκλαδο — γοργοκίνητος — σεμνός — πυργίσκος — φοίνικας — συνδέτης — μοναχικός — μεταλλίτις — παραλιακά — υπερόστωση — νομισματοπώλης — καμποτινισμός — λιγόψυχος |
|||