|
ο 1) лингв. звук; 2) муз. нота (звук) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово звук? — φθόγγος как на (ново)греческом будет слово нота? — φθόγγος как с (ново)греческого переводится слово φθόγγος? — звук, нота — διακόρευση — ψαλιδάκι — τροχαία — αιμομίκτης — ξεμαλλιάζω — σαχλός — λαθροϋλοτομία — πιθάρι — φυλλοκάρδια — ντόλτσο — χοροδιδασκαλία — λούμακας — βρούβα — αντενάγω — σμίχω — φενακιστικός — μαμάκιας — αποδιοπομπαίος — διαμάσκαλα — πρόεδρος — εκτέμνω |
|||