|
το судебный документ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судебный документ? — δικόγραφο как с (ново)греческого переводится слово δικόγραφο? — судебный документ — λιοτριβιάρης — κανονικά — φιλειρηνισμός — φαινότυπος — οργανοθεραπεία — αφέλκυση — χαρακώνω — αβύζαχτος — παιδαγωγική — απόλαψη — σαράφης — αποσόβηση — ζακτό — ανύμφευτος — χρηματιστής — ρείθρο — αθωότητα — πνευματικά — οσμίζομαι — αιθερόλαμνος — ενδόξως |
|||