|
приоткрывать, приотворять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приоткрывать? — ημιανοίγω как на (ново)греческом будет слово приотворять? — ημιανοίγω как с (ново)греческого переводится слово ημιανοίγω? — приоткрывать, приотворять — αμερικανικός — περηφάνεια — ατρύπωτος — κολίβριο — σωφρονιστήριο — φωτογραφείο — ανάρτυτος — ανασταλτικός — εθελοδουλία — ιστιοδρομώ — Αγγλοσάξωνας — αλμυρίκη — υπουργεύω — κήλων — ευρεσίτεχνο — συλβία — ακτινολογικός — υψηλοτάτη — γιαλό — χωρομέτρης — ζωηράδα |
|||