|
η 1) психол. психография; 2) спиритизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово психография? — ψυχογραφία как на (ново)греческом будет слово спиритизм? — ψυχογραφία как с (ново)греческого переводится слово ψυχογραφία? — психография, спиритизм — γκάϊδα — ζηλιαρόγατος — ζερδελιά — προϊδεαστικά — σεισμολογικός — ναυλολόγιο — χαλκόκοττα — αδιαρρύθμιστος — μποναμάς — λειχούδικος — ξεβούλλωμα — αζεμάτιστος — σωφρονιστήρας — καρέλι — σμήναρχος — υποτροπιάζω — κροκοσυλλέκτης — ονηγός — ανεπιφύλαχτος — γρενετίνη — βρέξιμο |
|||