|
το носок (чаще мужской) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носок? — σκαλτσούνι как с (ново)греческого переводится слово σκαλτσούνι? — носок — ανθελονοσιακά — μπουμπούνισμα — υπεριώδης — ερωτηματολόγιο — δίκοχο — λαμπάς — αμπελουργικός — ψευδαλαζών — αμάχητος — διασωθείς — διαδρομέας — ρεκορντγούμαν — πιγγουίνος — περιτομή — αδιακοίνωτος — νεκρώνω — λιχνίζω — φυλάγω — κάμπτω — ανεπίγνωστα — επισυνάπτω |
|||