|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Γρανάδα? — — μοιρολατρικά — εμποροναύτης — ψίδι — μικροβιολογικός — κουβαριασμένος — γονυκλυσία — ματά — διαβλητικός — δίψακας — διαιρετότητα — σόλο — ευσυνείδητος — λησμοσύνη — μοναστηριακός — πρωτοπρεσβύτερος — χαλυβουργείο — λιθοτεχνία — αυτοτύφλωση — έναυσις — σεισμικός — πετρελαιοπηγές |
|||