Новогреческий словарь
ζηλιαρόγατος
ζηλιαρόγατ|ος
ο 1)
ревнивец
;
2)
завистник
;
είναι ~ — а) [phrase]он очень ревнив;[/phrase] б) [phrase]он очень завистлив[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ревнивец
? —
ζηλιαρόγατος
как на
(ново)греческом
будет слово
завистник
? —
ζηλιαρόγατος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζηλιαρόγατος
? — ревнивец, завистник
#
(ново)греческий словарь
—
λασποβροχή
—
αντασφάλεια
—
κοσμοπλήμμυρα
—
λάτεξ
—
ελευθερώνομαι
—
πνευμονοκονίαση
—
ατμόπλοιο
—
έδρανον
—
ρίχνω
—
αχλάδα
—
ταμπού
—
απόειδα
—
άύτοπλαστική
—
δερμοτοπώλης
—
χρονοφωτογραφώ
—
πριονοειδής
—
θηλυτοκία
—
κατσίβελος
—
αναθέτω
—
γυναικάδελφος
—
αδιάκοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве