Новогреческий словарь
κράμα
κράμα
το 1)
смесь
;
2)
сплав
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смесь
? —
κράμα
как на
(ново)греческом
будет слово
сплав
? —
κράμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κράμα
? — смесь, сплав
#
(ново)греческий словарь
—
πραγματογνώμων
—
ακατήχητος
—
φαντασμένος
—
γυναικίτης
—
ασύχναστος
—
μυοθήρας
—
κουρντιστήρι
—
χωνευτικότητα
—
γαϊδουρίζω
—
έγκριτος
—
αχταπόδι
—
αντίτυπος
—
κατασκορπώ
—
οικονομολογικός
—
ξεκαπάκωτος
—
γεματίζω
—
αμούδιαστος
—
ακεράμωτος
—
ξυλογνωσία
—
ταπεινοφρόνως
—
ολοφυρμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве