Новогреческий словарь
τζίγκος
τζίγκ|ος
ο
цинк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цинк
? —
τζίγκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τζίγκος
? — цинк
#
(ново)греческий словарь
—
αριστερίστρια
—
παπουτσάδικο
—
ερημωτικός
—
παλιόκαιρος
—
επίξηρος
—
σοβάς
—
καραβόσκαρο
—
μαγγανιούχος
—
δασόκλειστος
—
συγκυρία
—
εθνικοσοσιαλίστρια
—
ασμένως
—
γεροπαράξενος
—
αχυροσκεπής
—
βέντο
—
μεταβολικός
—
ένθετης
—
συμπάω
—
τσαλαπάτημα
—
βενετσιάνικα
—
σαλόνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве