|
ο ладан; === καίω ~ εις κάποιον — курить фимиам (__кому-л.__) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ладан? — λιβανωτός как с (ново)греческого переводится слово λιβανωτός? — ладан — χοράρχης — λιμιώνας — αρματολίκι — ευμάθεια — εκδικητής — μαμούρα — ξάρμισμα — επιστήμη — αυλοθεράπων — αναδημιουργώ — προσέγγιση — χασικλήδικο — μπουσουλάω — πλάσιμο — φρενοπάθεια — περίγελως — θωπεία — παραδιαβάζω — συχωρνώ — μπαγλάρωμα — ισοφαρίζομαι |
|||